Επεμβατικές Θεραπείες Πάρκινσον
Οι ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον δεν έχουν αρκετή ποσότητα μιας χημικής ουσίας, της ντοπαμίνης, στον εγκέφαλό τους.Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται βοηθούν τα συμπτώματα της νόσου. Τα περισσότερα λαμβάνονται από το στόμα, αρκετές φορές μέσα στην ημέρα. Στα πρώτα στάδια της νόσου του Πάρκινσον, τα οφέλη των φαρμάκων διαρκούν για όλη την ημέρα. Όμως, καθώς η νόσος προοδεύει, μπορεί να διαπιστώσετε πως η επίδραση του φαρμάκου δεν κρατά μέχρι την επόμενη δόση. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «wearing off». Όταν είστε σε «off» τα συμπτώματα της νόσου, όπως ο τρόμος, η βραδύτητα και η δυσκολία στη βάδιση γίνονται πολύ έντονα. Όταν η επίδραση του φαρμάκου επανέλθει, δηλαδή στην φάση «on», τα συμπτώματα βελτιώνονται. Η εναλλαγή αυτή οδηγεί σε συχνότερη χρήση φαρμάκων και σε μεγαλύτερες δόσεις που προκαλούν περαιτέρω προβλήματα τις λεγόμενες δυσκινησίες: ακούσιες κινήσεις που εμφανίζονται όταν η ποσότητα της ντοπαμίνης είναι πολύ μεγάλη.
Οι επεμβατικές θεραπείες προσφέρουν σταθεροποίηση των επιπέδων της ντοπαμίνης στον εγκέφαλο είτε μέσω συνεχούς έγχυσης είτε μέσω ηλεκτρικού ερεθισμού των εγκεφαλικών κυττάρων.
ΕΝ ΤΩ ΒΑΘΕΙ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΕΡΕΘΙΣΜΟΣ (DEEP BRAIN STIMULATION)
Η εγχείρηση βαθιάς διέγερσης του εγκεφάλου (DBS) εγκρίθηκε για πρώτη φορά το 1997 για τη θεραπεία του τρόμου της νόσου του Πάρκινσον (PD) και στη συνέχεια το 2002 για τη θεραπεία των προχωρημένων συμπτωμάτων του Πάρκινσον. Πιο πρόσφατα, το 2016, η εγχείρηση DBS εγκρίθηκε για τα πρώτα στάδια της PD – για άτομα που είχαν PD για τουλάχιστον τέσσερα χρόνια και έχουν κινητικά συμπτώματα που δεν ελέγχονται επαρκώς με φαρμακευτική αγωγή. Έχει σταθερό όφελος στην ανακούφιση από τις κινητικές διακυμάνσεις και τις σοβαρές υπερκινησίες και στον τρόμο που δεν ανταποκρίνεται στην φαρμακευτική αγωγή. Επίσης χρησιμοποιείται στον ιδιοπαθή τρόμο και σε κάποιες μορφές δυστονίας.
Στη χειρουργική επέμβαση DBS, τα ηλεκτρόδια εισάγονται στερεοτακτικά σε μια στοχευμένη περιοχή του εγκεφάλου, χρησιμοποιώντας μαγνητική τομογραφία και καταγράφοντας την δραστηριότητα των κυττάρων του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η σωστή τοποθέτηση των καλωδίων. Ταυτόχρονα ρυθμίζεται ο η συχνότητα, ο ρυθμός και το εύρος της ηλεκτρικής διέγερσης ώστε βρεθεί η ποσότητα που βελτιώνει κλινικά τον ασθενή. Μια δεύτερη διαδικασία πραγματοποιείται για την εμφύτευση μιας μπαταρίας γεννήτριας παλμών σαν βηματοδότη (implantable programmer). Το IPG τοποθετείται κάτω από την κλείδα ή στην κοιλιά και δεν είναι εμφανές. Το IPG παρέχει ηλεκτρική ώθηση σε μέρος του εγκεφάλου που εμπλέκεται στην κινητική λειτουργία. Σε όσους υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση DBS δίνεται ένα χειριστήριο για να ενεργοποιήσει ή να απενεργοποιήσει τη συσκευή.
Κατάλληλοι ασθενείς είναι όσοι έχουν νόσο Πάρκινσον για τουλάχιστον 5 χρόνια, έχουν ανθεκτικό τρόμο, σοβαρού βαθμού υπερκινησίες που προκαλούνται από τα φάρμακα ή φθίνουσα δράση της λεβοντόπα (wearing off) και δεν έχουν σοβαρή γνωσιακή έκπτωση ή ψυχική νόσο. Γενικά δεν συστήνεται σε ηλικία άνω των 75 χρονών.
Πριν την απόφαση για την επέμβαση ο υποψήφιος εξετάζεται εξονυχιστικά από διεπιστημονική ομάδα (νευρολόγο, νευροχειρουργό, νευροψυχολόγο, ψυχίατρο κα) που θα αποφασίσει την καταλληλότητά του. Τα συμπτώματα που αναμένεται να βελτιωθούν είναι αυτά που ανταποκρίνονται στην λεβοντόπα. Σημειώνουμε ότι όπως και όλες οι θεραπείες στην νόσο Πάρκινσον δεν είναι ριζική και δεν επιβραδύνει την πρόοδο της νόσου.
Όπως όλες οι εγχειρήσεις εγκεφάλου, το DBS ενέχει έναν μικρό κίνδυνο μόλυνσης, αιμορραγίας ή επιληπτικών κρίσεων.
ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ ΕΓΧΥΣΗΣ
Πρόκειται για θεραπείες χορηγούμενες είτε μέσω μια μικρής βελόνας τοποθετημένης κάτω από το δέρμα είτε μέσω ενός σωλήνα (καθετήρα) τοποθετημένου στο λεπτό έντερο. Παρέχουν συνεχή ροή φαρμάκου καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας και προσφέρουν πιο σταθερή και αξιόπιστη ανακούφιση των συμπτωμάτων. Στις θεραπείες έγχυσης, η χορήγηση συνήθως ξεκινά το πρωί και σταματά κατά την διάρκεια της νύχτας. Είναι ελάχιστα επεμβατικές και δεν επηρεάζουν τις καθημερινές δραστηριότητες του ασθενή. Η λεβοντόπα και η απομορφίνη είναι τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται ως θεραπείες έγχυσης για να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα ντοπαμίνης στον εγκέφαλο.
• Λεβοντόπα (Duodopa): Η ουσία αυτή μετατρέπεται σε ντοπαμίνη στον εγκέφαλο. Είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο φάρμακο από του στόματος για τη νόσο του Πάρκινσον. Πλέον μπορεί να εγχυθεί στο έντερο σε μορφή gel που ονομάζεται εντερική γέλη λεβοντόπας /καρβιντόπας (LCIG), για να ελαττώσει τις
περιόδους off. Ο σωλήνας τοποθετείται ενδοσκοπικά στο λεπτό έντερο και συνδέεται με μια φορητή εξωτερική αντλία μέσω της οποίας εγχέεται το φάρμακο. Έχει ένδειξη σε ασθενείς με προχωρημένη νόσο Πάρκινσον με συχνές περιόδους off που δεν ελέγχονται πλέον με την αγωγή από το στόμα. Γενικά είναι καλά ανεκτή. Οι περισσότερες δυσκολίες είναι τεχνικές κατά την τοποθέτηση του σωλήνα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ασθενείς με ήπια άνοια. Προϋποθέτει την παρουσία φροντιστή ο οποίος πρέπει να εκπαιδευτεί για την έγχυση του φαρμάκου και την περιποίηση της συσκευής.
- Απομορφίνη (Apo-Go): Αυτή η ουσία είναι ένας ντοπαμινεργικός αγωνιστής δηλαδή δρα στα εγκεφαλικά κύτταρα με παρόμοιο με την ντοπαμίνη τρόπο. Εγχέεται μέσω ενός λεπτού σωλήνα κάτω από το δέρμα σε συνεχή έγχυση. Ο σωλήνας της αντλίας απομορφίνης συνδέεται σε μια λεπτή βελόνα που τοποθετείται κάτω από το δέρμα και κρατείται στη θέση της με αυτοκόλλητο. Είναι πιο απλή στην χρήση της από την αντλία λεβοντόπας και ο ασθενής μπορεί να την χρησιμοποιήσει χωρίς βοήθεια άλλου προσώπου. Βοηθά στην ελάττωση των περιόδων off και των δυσκινησιών που δημιουργούνται από την αγωγή από το στόμα. Επίσης έχει οφέλη στα μη κινητικά συμπτώματα στην φάση off όπως πόνος, βραδυψυχισμός και άγχος. Οι κυριότερες παρενέργειες είναι η ναυτία, η υπόταση και οι τοπικές δερματικές βλάβες (οζίδια).
Η απομορφίνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μορφή προγεμισμένης σύριγγας (πένας) από τον ίδιο τον ασθενή σε στιγμές απρόβλεπτου off ή πρωινής δυστονίας.
Οι ασθενείς συνήθως ξεκινούν την θεραπεία έγχυσης είτε στο νοσοκομείο είτε στα εξωτερικά ιατρεία.
Στην περίπτωση της Duodopa χρειάζεται 24ωρη παραμονή στο νοσοκομείο για την τοποθέτηση του καθετήρα και την ρύθμιση της αντλίας. Στην περίπτωση της απομορφίνης, η ρύθμιση και η τοποθέτηση μπορούν να γίνουν και στο ιατρείο.
Στις θεραπείες έγχυσης, η χορήγηση συνήθως ξεκινά το πρωί και σταματά κατά την διάρκεια της νύχτας. Τους πρώτους μήνες της αγωγής, η δόση ρυθμίζεται με την βοήθεια ενός ιατρού ή νοσηλευτή.
Οι θεραπείες καλύπτονται μέσω συμμετοχής από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Στο ιατρείο της Δρ Σαλή Δήμητρας παρέχονται οι υπηρεσίες και μπορείτε να απευθυνθείτε για περισσότερες πληροφορίες (2106217194).